Η ιστορία του σημερινού πρωινού αρχίζει ουσιαστικά με τον…στομαχόπονο των Αμερικανών. Στα μέσα του 19ου αιώνα το πρωινό αποτελούνταν κυρίως από λιπαρό κρέας, χαρακτηριζόταν από σχεδόν πλήρη έλλειψη φυτικών ινών και προκαλούσε κάθε είδους γαστρεντερικές διαταραχές. Επίσης, τα θρησκευτικά κινήματα της εποχής, θεωρούσαν ότι το παραδοσιακό πρωινό που βασιζόταν στο κρέας οδηγούσε σε...ηθικά παραπτώματα. Έτσι άρχισε η έρευνα για ένα πιο υγιεινό πρωινό.
Ο άνθρωπος καλλιεργεί τα δημητριακά σαν βασικό μέρος της διατροφής του εδώ και χιλιάδες χρόνια. Από τη λίθινη εποχή τα δημητριακά ήταν βασικός παράγοντας για την επιβίωση. Ένα από τα μεγαλύτερα οφέλη των δημητριακών ήταν η δυνατότητα αποθήκευσης μέσα στη χρονιά, γεγονός που επέτρεπε στην πρωτόγονη κοινότητα να παραμένει στον ίδιο τόπο και να καλλιεργεί τη σοδιά της, παρά να μετακινείται συνεχώς ψάχνοντας για νέους τόπους για κυνήγι. Έτσι, η καλλιέργεια σιτηρών διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Όταν αναπτύχθηκε και η αρτοποιία, τα σιτηρά αποτέλεσαν όχι μόνο ένα βασικό τμήμα της διατροφής άλλα και ένα σημαντικό εμπορικό αγαθό το οποίο χρησιμοποιήθηκε ακόμη και ως νόμισμα.
Στη συνέχεια, η βιομηχανική επανάσταση έφερε τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, να έχουμε μια τεράστια αύξηση στην παραγωγή προϊόντων σιτηρών, συμπεριλαμβανομένων και των δημητριακών πρωινού. Στην αναζήτηση της βελτίωσης της διατροφής τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, αναπτύχθηκαν διάφορες παραδοσιακές μορφές πρωινού, όπως οι νιφάδες δημητριακών και το μούσλι, τα οποία σήμερα έχουν διαδοθεί μαζικά και αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας διατροφής.
Τα πρώτα δημητριακά πρωινού ήταν τα Granula, που δημιουργήθηκαν στις ΗΠΑ το 1863 από το γιατρό James Caleb Jackson, έναν φανατικό χορτοφάγο, ο οποίος λειτουργούσε το υδροθεραπευτήριο Jackson Sanitarium στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Παρόλα αυτά, εκείνα, τα δημητριακά ποτέ δεν «έπιασαν» εμπορικά, διότι το ξηρό πίτουρο έπρεπε να μουλιάσει όλη τη νύχτα για να μπορέσει να καταναλωθεί.
Τα πρώτα δημητριακά με βάση τη βρώμη βγήκαν στην αγορά των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα και αντιμετώπισαν, ακριβώς, το ίδιο πρόβλημα. Ένα βιβλίο μαγειρικής του 1903, χαρακτηριστικά, αναφέρει: «Η βρώμη είναι έτοιμη μετά από 4 ώρες βράσιμο. Με οχτώ ώρες βράσιμο μπορείτε να την καταναλώσετε, αλλά το καλύτερο αποτέλεσμα θα το έχετε μετά από βράσιμο 24 ωρών!».
Τότε, ήταν, που εμφανίστηκε ο δόκτωρ John Harvey Kellogg. Ήταν ένας θρησκευόμενος άνθρωπος και απολάμβανε τον κοινωνικό σεβασμό της εποχής. Ο Kellogg τη δεκαετία του 1880, δημιούργησε ένα είδος μπισκότου από αλεύρι βρώμης, σίτου και καλαμποκιού, και από μια σειρά από άλλα δημητριακά.
Μαζί με τον αδελφό του Will Keith Kellogg, ο οποίος ήταν ένας έξυπνος πρώην περιπλανώμενος πωλητής ηλεκτρικών σκουπών, ο John δημιούργησε αρκετούς τύπους δημητριακών βασισμένων σε σιτηρά. Παρ’ όλα αυτά, το περίφημο «Corn Flake», το πρώτο σύγχρονο, έτοιμο για κατανάλωση, δημητριακό το ανακάλυψαν μάλλον κατά τύχη και έτσι καθιέρωσαν το μοντέλο παραγωγής των σύγχρονων δημητριακών.
Ο άνθρωπος καλλιεργεί τα δημητριακά σαν βασικό μέρος της διατροφής του εδώ και χιλιάδες χρόνια. Από τη λίθινη εποχή τα δημητριακά ήταν βασικός παράγοντας για την επιβίωση. Ένα από τα μεγαλύτερα οφέλη των δημητριακών ήταν η δυνατότητα αποθήκευσης μέσα στη χρονιά, γεγονός που επέτρεπε στην πρωτόγονη κοινότητα να παραμένει στον ίδιο τόπο και να καλλιεργεί τη σοδιά της, παρά να μετακινείται συνεχώς ψάχνοντας για νέους τόπους για κυνήγι. Έτσι, η καλλιέργεια σιτηρών διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Όταν αναπτύχθηκε και η αρτοποιία, τα σιτηρά αποτέλεσαν όχι μόνο ένα βασικό τμήμα της διατροφής άλλα και ένα σημαντικό εμπορικό αγαθό το οποίο χρησιμοποιήθηκε ακόμη και ως νόμισμα.
Στη συνέχεια, η βιομηχανική επανάσταση έφερε τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, να έχουμε μια τεράστια αύξηση στην παραγωγή προϊόντων σιτηρών, συμπεριλαμβανομένων και των δημητριακών πρωινού. Στην αναζήτηση της βελτίωσης της διατροφής τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, αναπτύχθηκαν διάφορες παραδοσιακές μορφές πρωινού, όπως οι νιφάδες δημητριακών και το μούσλι, τα οποία σήμερα έχουν διαδοθεί μαζικά και αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας διατροφής.
Τα πρώτα δημητριακά πρωινού ήταν τα Granula, που δημιουργήθηκαν στις ΗΠΑ το 1863 από το γιατρό James Caleb Jackson, έναν φανατικό χορτοφάγο, ο οποίος λειτουργούσε το υδροθεραπευτήριο Jackson Sanitarium στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Παρόλα αυτά, εκείνα, τα δημητριακά ποτέ δεν «έπιασαν» εμπορικά, διότι το ξηρό πίτουρο έπρεπε να μουλιάσει όλη τη νύχτα για να μπορέσει να καταναλωθεί.
Τα πρώτα δημητριακά με βάση τη βρώμη βγήκαν στην αγορά των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα και αντιμετώπισαν, ακριβώς, το ίδιο πρόβλημα. Ένα βιβλίο μαγειρικής του 1903, χαρακτηριστικά, αναφέρει: «Η βρώμη είναι έτοιμη μετά από 4 ώρες βράσιμο. Με οχτώ ώρες βράσιμο μπορείτε να την καταναλώσετε, αλλά το καλύτερο αποτέλεσμα θα το έχετε μετά από βράσιμο 24 ωρών!».
Τότε, ήταν, που εμφανίστηκε ο δόκτωρ John Harvey Kellogg. Ήταν ένας θρησκευόμενος άνθρωπος και απολάμβανε τον κοινωνικό σεβασμό της εποχής. Ο Kellogg τη δεκαετία του 1880, δημιούργησε ένα είδος μπισκότου από αλεύρι βρώμης, σίτου και καλαμποκιού, και από μια σειρά από άλλα δημητριακά.
Μαζί με τον αδελφό του Will Keith Kellogg, ο οποίος ήταν ένας έξυπνος πρώην περιπλανώμενος πωλητής ηλεκτρικών σκουπών, ο John δημιούργησε αρκετούς τύπους δημητριακών βασισμένων σε σιτηρά. Παρ’ όλα αυτά, το περίφημο «Corn Flake», το πρώτο σύγχρονο, έτοιμο για κατανάλωση, δημητριακό το ανακάλυψαν μάλλον κατά τύχη και έτσι καθιέρωσαν το μοντέλο παραγωγής των σύγχρονων δημητριακών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου